Ζαφειρίου

Ζαφειρίου
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Θεόδωρος. Καταγόταν από την Άμφισσα. Πολέμησε στη μάχη της Αλαμάνας, όπου μάλιστα προσπάθησε να σώσει τον Αθανάσιο Διάκο από την αιχμαλωσία. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. 2. Ζαφείρης. Πατέρας του προηγούμενου. Πολέμησε στην Άμφισσα, στα Βασιλικά και στην Ακρόπολη, όπου και σκοτώθηκε το 1827. 3. Πάνος. Συγγενής των προηγούμενων. Το 1826 πήρε μέρος στη μάχη της Ακρόπολης και το 1829 με τον Δημήτριο Υψηλάντη πολέμησε στη Θήβα, όπου και αιχμαλωτίστηκε. 4. Κώστας. Καταγόταν από τη Μακρινίτσα του Πηλίου και πήρε μέρος σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις όπου και διακρίθηκε με τους Λιακόπουλο και Ζάχο Μήλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ζαφειρίου, Ελένη — (Λάρισα 1920 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Υιοθετημένο παιδί της Κυριακούλας Ζαφειρίου που ήταν επίσης ηθοποιός στα μπουλούκια, σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου παρέμεινε για μία δεκαετία κάνοντας την πρώτη της… …   Dictionary of Greek

  • ζαφειρένιος — ένια, ένιο (Μ ζαφειρένιος, ένια, ένιο) 1. ο στολισμένος με ζαφείρια 2. αυτός που μοιάζει με ζαφείρι ή έχει το χρώμα τού ζαφειριού («ζαφειρένιος ουρανός», Καρκβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαφείρι + κατάλ. ενιος (πρβλ. ασημ ένιος, χρυσαφ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • ζαφειρομάτι — ζαφειρομάτι, τὸ (Μ) μάτι που έχει το χρώμα τού ζαφειριού …   Dictionary of Greek

  • λεκανομαντ(ε)ία — η (AM λεκανομαντεία) είδος τεχνητής μαντείας με παρατήρηση τού νερού μέσα σε λεκάνη ή τής κίνησης και τών σχημάτων σταγόνων λαδιού ή τής ακτινοβολίας «μαντικών» λίθων, λ.χ. τοπαζιού ή ζαφειριού, μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανόμαντις, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • Ζάτοπεκ, Εμίλ — (Emil Zatopek, Κοπρίβνιτσε 1922 – Πράγα 2000). Τσέχος δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Ένας από τους κορυφαίους αθλητές αγώνων αντοχής και ημιαντοχής, έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Ο άνθρωπος ατμομηχανή. Κέρδισε στην καριέρα του συνολικά 4… …   Dictionary of Greek

  • ζαφειρένιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει το χρώμα του ζαφειριού: Ζαφειρένια θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”